περιεπλάκη

περιεπλάκη
περϊεπλάκη , περιπλέκω
twine
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λασπώνω — (Μ λασπώνω) [λάσπη] 1. λερώνω με λάσπες («λάσπωσα τα παπούτσια μου») 2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κατασπιλώνω νεοελλ. 1. επιχρίω επιφάνεια, ιδίως τοίχου, με τεχνητή λάσπη κατά την οικοδόμηση 2. γεμίζω με λάσπες («λάσπωσα ώς τα γόνατα»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”